- δηλωτικός
- -ή, -ό (AM δηλωτικός, -ή, -όν) [δηλώ]Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο)το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η ονομασία, η σημαία, η χωρητικότητα και το φορτίο τού πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές τού λιμανιού στο οποίο έχει αράξειαρχ.1. αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)2. (για χορό) ο εκφραστικός»3. εμφανής, φανερός. II. επίρρ. αρχ. δηλωτικῶςφανερά, λεπτομερειακά.
Dictionary of Greek. 2013.